- γύψωμα
- το [γυψώνω]η γύψωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γύψωμα — το 1. η επίδεση σπασμένου ή εξαρθρωμένου μέλους του σώματος με γύψο, για να μείνει ακίνητο. 2. επάλειψη με γύψο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)